μτφρ: Goulou Limma, 2023
-
Ακολουθώντας τα βήματα των Brian Jones, Ornette Coleman, William Burroughs και άλλων, ο κιθαρίστας των Sonic Youth Lee Ranaldo κατευθύνθηκε προς στα βουνά Rif του Μαρόκου για να αναζητήσει τη θρυλική εκστατική μουσική των The Master Musicians of Jajouka. Σε αυτό το απόσπασμα από το ημερολόγιό του, περιγράφει τη μεθυστική του συνάντηση με τους μουσικούς του χωριού και σκιαγραφεί τη σύγκρουση που υπάρχει αυτή την περίοδο σχετικά με τα δικαιώματα της μουσικής.
Νέα Υόρκη, Ιούλιος 1996
Τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού δύο εβδομάδων στο Μαρόκο, η Leah Singer και εγώ είχαμε την τύχη να επισκεφτούμε το απομακρυσμένο ορεινό χωριό της Jajouka, όπου κατοικούν οι θρυλικοί Master Musicians. Έχοντας γίνει αρχικά γνωστοί από ηχογραφήσεις του Brian Jones των Rolling Stones στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, η μουσική τους έχει αγγίξει από τότε πολλές και διαφορετικές καρδιές. Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το ημερολόγιό μου στο Μαρόκο, ειδικά για αυτή την επίσκεψη.
Ωστόσο, χρειάζονται λίγα λόγια σαν πρόλογος του κειμένου, το οποίο γράφτηκε στη Φεζ το Σεπτέμβριο του 1995.
Από την επίσκεψή μου στη Jajouka ως σήμερα, έχω ενημερωθεί για μια κατάσταση που προσθέτει ένα στενάχωρο τόνο στην όμορφη μουσική που προέρχεται από αυτό το μικρό χωριό. Φαίνεται ότι επί του παρόντος υπάρχουν δύο ομάδες μουσικών που ισχυρίζονται ότι είναι οι “αληθινοί” Master Musicians OF Jajouka/Joujouka (διαφωνούν ακόμη και για την ονομασία). Μια ομάδα, η “Jajouka”, διευθύνεται από τον Bachir Attar, του οποίου ο πατέρας ήταν ο ηγέτης του γκρουπ τη δεκαετία του ‘60 όταν είχαν έρθει οι Brian Jones και Ornette Coleman (είναι αυτή η ομάδα για την οποία έγραψα εδώ, και για λόγους ευκολίας έχω χρησιμοποιήσει παντού τον τύπο “Jajouka”). Η ομάδα “Joujouka” είναι υπό την ηγεσία του Mohammed Hamri, ο οποίος ασχολείται με το χωριό από τη δεκαετία του ‘50 και του ‘60, και βοήθησε να έρθουν εκεί οι Brion Gysin και Paul Bowles.
Φαίνεται ότι καμία ομάδα δεν είναι πρόθυμη να αναγνωρίσει το δικαίωμα ύπαρξης της άλλης, ενώ και οι δύο παλεύουν για το όνομα που οι ηχογραφήσεις του Brian Jones έχουν κάνει τόσο γνωστό. Οι μουσικοί που εμφανίστηκαν σε αυτές τις πρωτότυπες ηχογραφήσεις βρίσκονται τώρα μεταξύ και των δύο ομάδων.
Αν και δεν έχω μιλήσει με τον Hamri, είχα συνομιλίες με τον Frank Rynne, έναν μηχανικό ήχου με έδρα το Λονδίνο, ο οποίος έχει κάνει εκτενείς ηχογραφήσεις του συγκροτήματος υπό την ηγεσία του Hamri στην Joujouka. Προσπαθώ να μάθω περισσότερα για αυτήν την προβληματική κατάσταση και σε καμία περίπτωση δεν εύχομαι το κείμενο που ακολουθεί να φαίνεται ότι αποτελεί υποστήριξη της μιας ομάδας έναντι της άλλης. Έχω ακούσει τις ηχογραφήσεις που έγιναν και από τις δύο ομάδες και τις θεωρώ όλες εντυπωσιακές και άξιες προσοχής.
Αρκεί μάλλον να πω ότι η ελπίδα μου καθώς και οι ελπίδες πολλών άλλων στη μουσική κοινότητα, είναι κάποιο είδος λύσης σε αυτές τις συγκρούσεις που θα επιτρέψει και στις δύο ομάδες να συνυπάρχουν και να συνεχίσουν να φέρνουν αυτήν την όμορφη μουσική στον κόσμο.
Φεζ, 4 Σεπτεμβρίου 1995
Έχουν συμβεί τόσα πολλά τις τελευταίες 36 ώρες που σχεδόν δεν ξέρω από πού να αρχίσω και είμαι ήδη εξαντλημένος προσπαθώντας να μεταφέρω ένα μικρό μέρος τους εδώ. Ίσως πρέπει να αρκεστώ στο να είμαι εξαντλημένος. Δεν υπήρξε και πολύς ύπνος. Η Leah και εγώ φτάσαμε σήμερα στη μεγάλη αυτοκρατορική πόλη της Φεζ. Δειπνήσαμε στο μπαλκόνι του δωματίου μας στο Palais Jamais με τα περίτεχνα ψηφιδωτά, το οποίο είναι πιθανώς το πιο όμορφο και κομψό ξενοδοχείο σε όλο το Μαρόκο.
Ταξιδέψαμε σε μια μάλλον πλάγια διαδρομή από την Ταγγέρη, εκείνη την παράξενη πόλη - λιμάνι στη βορειοδυτική άκρη της Αφρικής, διάσημη για την απόδημη κοινότητά της τις δεκαετίες του ‘40 και του ‘50. Τα χαλαρά ήθη της πόλης έγιναν το θέμα του “Interzone” στο Γυμνό Γεύμα του William Burroughs, το οποίο γράφτηκε κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί.
Προσπαθούσαμε να φτάσουμε στον Bachir Attar, ηγετική μορφή των The Master Musicians Of Jajouka. Η Leah τον ξέρει από τη Νέα Υόρκη, όπου ζει το μισό χρόνο με τη σύζυγό του, τη φωτογράφο Cherie Nutting. Έλπίζαμε ότι θα μας συνοδεύσει σε μια επίσκεψη στο χωριό της Jajouka - μαγική, μυστικιστική τοποθεσία στα βουνά Rif του Μαρόκου. Ο πατέρας του Bachir ηγούνταν των Master Musicians τη δεκαετία του ‘60, όταν ο Brian Jones έκανε τη διάσημη επίσκεψή του και ήταν επίσης εκεί τις δεκαετίες του ‘40 και του ‘50 όταν ο Paul Bowles, ο William Burroughs, ο Brion Gysin και άλλοι επισκέφτηκαν αυτό το (τότε) ελάχιστα γνωστό χωριό για να ακούσουν την άγρια εκστατική μουσική που παιζόταν εκεί. Οταν ο πατέρας του πέθανε, ο Bachir πήρε τη θέση του ως leader του γκρουπ και κύριος σολίστ της rhaita (το πνευστό από χωρισμένα καλάμια που χρησιμοποιείται σε αυτά τα μέρη, παρόμοιο με όμποε ή κλαρινέτο).
Ακούσαμε μέσω του Absalom, υπαλλήλου του Continental Hotel, ότι ο Bachir θα ήταν στην πόλη το απόγευμα. Έίπαμε ότι θα επιστρέψουμε ως τις 2:30, και κανονίσαμε για 400 dirham με τον Achmed, τον οδηγό μας, να επισκεφθούμε το Souq-al-Ahad (Κυριακάτικη αγορά) έξω από την πόλη, περίπου 25 μίλια από την Ταγγέρη.
Έπιστρέψαμε για να μάθουμε ότι ο Bachir είχε τηλεφωνήσει και θα ερχόταν σε καμιά ώρα. Ξαφνικά βρισκόταν στο δωμάτιό μας, φρέσκος από ένα ταξίδι με τον Bowles και τον Mrabet, από καιρό προστατευόμενο του Bowles. Θα πηγαίναμε στη Jajouka - δυόμισι ώρες μακριά με τον Bachir και τον αδερφό του Mustapha στη λευκή Mercedes του Bachir (το καλύτερο αυτοκίνητο εδώ αν μπορείς να το πάρεις), θα κοιμόμασταν εκεί το βράδυ και θα κανονίζαμε με τον οδηγό μας να μας παραλάβει το πρωί για να συνεχίσουμε προς τη Φεζ.
Στο αυτοκίνητο θυμόμαστε γνωστούς και μιλάμε για μουσική. Ο Bachir και οι μουσικοί μόλις επέστρεψαν από ένα φεστιβάλ στην Ίσπανία και θα ξεκινήσουν την πρώτη τους περιοδεία στις ΗΠΑ τον ερχόμενο μήνα από τη Νέα Υόρκη, την επομένη της αναχώρησής μου με τους Sonic Youth για τη δική μας περιοδεία στις ΗΠΑ στα πλαίσια της παρουσίασης του Washing Machine. Γαμώ την τύχη μου.
Σταματάμε στο Ksar el Kabir δύο ώρες αργότερα, το βράδυ σκοτεινό και βρέχει ελαφρά, για να αγοράσουμε τρόφιμα για τη 13-μελή μουσική “οικογένεια” που περιμένει την άφιξή μας στο λόφο. Ψωνίζουμε σε μια funky, πολυσύχναστη αγορά medina - μικρά σοκάκια με ακέφαλα κοτόπουλα που κρέμονται, φρέσκα φρούτα και λαχανικά, σκυλιά και παιδιά που τρέχουν τριγύρω, καπνός από κρέας που μαγειρεύεται καλύπτει το δρομάκι, άγριες μυρωδιές παντού. Στο κρεοπωλείο αγοράζουμε ολόκληρο το πόδι του αρνιού, το οποίο γρήγορα και με ακρίβεια τεμαχίζεται με ένα τεράστιο μπαλτά και τυλίγεται σε σελίδες της τοπικής εφημερίδας.
Έπόμενη στάση είναι το σπίτι της αδελφής του Bachir. Στη Jajouka δεν υπάρχουν τηλέφωνα, ηλεκτρικό ρεύμα ή τρεχούμενο νερό. Ο Bachir πρέπει να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο της αδερφής του για να καλέσει έναν αξιωματούχο στη Ραμπάτ σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα του δίσκου Brian Jones Presents The Pipes Of Pan At Jajouka, τον οποίο οι Rolling Stones επέτρεψαν τελικά στους Master Musicians να επανακυκλοφορήσουν (Οι Stones είχαν τα πνευματικά δικαιώματα όλα αυτά τα χρόνια). Τα έσοδα από αυτήν την κυκλοφορία θα αποφέρουν τους απαραίτητους πόρους στους μουσικούς.
Το σπίτι της αδερφής του Bachir είναι το πρώτο μαροκινό σπίτι στο οποίο μπαίνουμε. Πρόκειται για μία από τις διώροφες τσιμεντοκατασκευές που βρίσκονται σε ένα χώρο γεμάτο μπάζα, πέτρες και σκουπίδια. Τα σπίτια φαίνονται να μεταφέρθηκαν σ’ αυτό το σκονισμένο τμήμα του εδάφους, ξεχνώντας τα πεζοδρόμια, το γρασίδι και τα δρομάκια. Τα παιδάκια τρέχουν μέσα στη σκόνη από τα σπασμένα τούβλα και εκείνες τις πανταχού παρούσες μαύρες πλαστικές σακούλες που βρωμίζουν όλο τον τόπο.
Μέσα, το σπίτι ήταν άνετο και γαλήνιο. Πόρτες με κουρτίνες οδηγούσαν από τον κυρίως χώρο στην κουζίνα, τα υπνοδωμάτια και τα υπόλοιπα δωμάτια. Ανταλλάξαμε αμήχανα χαμόγελα με την οικογένεια και τα παιδιά ενώ ο Bachir έκανε τις τηλεφωνήματά του. Ένας άλλος μουσικός που λεγόταν Tahir ήρθε μαζί μας και ξεκινήσαμε για την τελευταία διαδρομή προς το χωριό.
Έίχα ακούσει για τον ορεινό δρόμο μέχρι την Jajouka – ένα σκαμμένο, γεμάτο βράχους μονοπάτι που ανεβαίνει στους λόφους του Rif, και ήταν ακριβώς όπως περιγράφεται το μαροκινό έδαφος, γεμάτο πέτρες, βράχους και συντρίμμια όλων των ειδών, παγωμένους ογκόλιθους τέτοιου πάχους που η καλλιέργεια εδώ πρέπει να είναι μια δύσκολη εργασία στην καλύτερη. Κοντά στην Jajouka, ο Mustapha και ο Tahir βγήκαν και περπάτησαν έτσι ώστε η Benz να μην ακουμπάει κάτω. Καθώς μπαίναμε στο χωριό, οι προβολείς του αυτοκινήτου έπεσαν στα μικρά μπλε σπίτια και τις αποθήκες με τις αχυρένιες σκεπές και τη σκουριασμένη απόχρωση του εδάφους.
Οδηγήσαμε μέχρι το Μεντρεσέ, ή πολιτιστικό κέντρο, όπου ζούσαν οι μουσικοί σε αυστηρό διαχωρισμό από τις γυναίκες του χωριού. Έδώ αναλαμβάνουν το μαγείρεμα, την καθαριότητα και τη φροντίδα για τους ίδιους. Υπήρχαν λίγες λάμπες αναμμένες και μερικοί άντρες κάθονταν σε μια μικρή βεράντα κάτω από την οροφή του οικήματος.
Διάφοροι άγριοι στην όψη Μαροκινοί εμφανίστηκαν αργά, καλωσορίζοντάς μας με θέρμη. Υπήρχαν παλιοί μάγοι που φορούσαν djellabas με μυτερές κουκούλες (ένα μακρύ, φαρδύ πανωφόρι που φοράνε στις αραβικές χώρες) και νεότεροι με κοντομάνικα. Σύντομα πίναμε υπέργλυκο τσάι μέντας και κουρδίζαμε το guimbri του Bachir (ένα τρίχορδο σαν μαντολίνο) για να ταιριάξει με μια παλιά, χτυπημένη ηλεκτρική κιθάρα Ampeg την οποία είχε σύρει από το μικρό του δωμάτιο από τη βεράντα και βάλει στα χέρια μου. Φαίνεται ότι την κιθάρα αυτή την είχε αφήσει ο Chris Stein των Blondie κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Ο Bachir σύνδεσε έναν μικρό ενισχυτή σε μια γραμμή γεννήτριας που χρησιμοποιούταν για να δώσει στο Μεντρεσέ λίγη ηλεκτρική ενέργεια για σύντομα διαστήματα κάθε βράδυ. Τα κρουστά βγήκαν και σύντομα όλοι αρχίσαμε να τζαμάρουμε.
Πριν ακόμα συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε, είχα βγει έξω μέσα σε παράξενα ηχητικά κύματα από το guimbri, τα κρουστά και τη συνοδεία του βιολιού του Tahir. Ηταν τόσο χαλαρωτικά εκεί, σε αυτή την άγρια αφρικανική βεράντα με τη βροχή να πέφτει ελαφρά μέσα στη σκοτεινή νύχτα, που πραγματικά δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά.
Τα τσιγάρα στρίβονταν και οι sebsi (ξύλινες πίπες που χρησιμοποιούνται για το κάπνισμα κιφ) εμφανίστηκαν. Η περιοχή του Rif είναι γεμάτη με κιφ που μεγαλώνει σε κάθε κοιλότητα, και το κιφ της Jajouka φημίζεται ως το καλύτερο. Ηταν σίγουρα πιο ήπιο και ελαφρύ από το δυνατό σταφ που δοκιμάσαμε στοην Ταγγέρη, το οποίο ο Bachir μύριζε και κορόιδευε. Συνήθως, το κιφ είναι συνδυασμός μαριχουάνας και μαύρου καπνού που μεγαλώνουν δίπλα-δίπλα στο ίδιο χώμα και κόβονται μαζί για κάπνισμα. Στη Jajouka, ωστόσο, αφαιρούν εντελώς τον καπνό, γι’ αυτό και ήταν τόσο ήπιο. Τότε πίστευα ότι δεν ήταν καθόλου δυνατό συγκριτικά με το πώς το φανταζόμουν, γιατί καπνίζαμε όλο το βράδυ και σε καμία στιγμή δεν τα ‘χασα. Απόψε όμως, καθώς γράφω στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου στη Φεζ, είμαι αρκετά φτιαγμένος έχοντας καπνίσει μόνο καναδυο sebsi: ίσως η φάση στη Jajouka ήταν ήδη τόσο δυνατή που το κιφ δεν είχε να προσθέσει και πολλά.
Τζαμάραμε αυτοσχεδιασμούς με ευκολία γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Ο Bachir είχε ένα πεντάλ (ψηφιακό delay) παρόμοιο με αυτό που συχνά χρησιμοποιώ και εγώ και το απαλό του echo μού θύμισε εφέ που έχω ακούσει στο σύγχρονο αφρικανικό ήχο. Πιθανώς απορροφήθηκαν περισσότερο από ό,τι είχα καταλάβει, γιατί φαινόταν ότι το πρωτόγονο/χαλαρωτικό μου εφέ και οι χαλαρωτικοί/ πρωτόγονοι ρυθμοί τους ταιριάζαν με φυσικότητα.
Ο Brian Jones γνώρισε τη Jajouka μέσω του Brion Gysin τη δεκαετία του ‘60, σε μια εποχή που όλοι αναζητούσαν τη μαγευτική εκστατική μουσική στην Ίνδία. Οι επαναληπτικές ηχητικές δομές των Master Musicians μοιάζουν πολύ με τη ροκ (ως μουσική με μπιτ και μελωδικά ριφς) και μου φαινόταν πολύ φυσικό να παίζω μαζί τους. Δεν υπήρχε το “εγώ” και ένιωθα ότι μπορούσα να παίζω άνετα, χωρίς να εμποδίζομαι από τις μεταξύ μας διαφορές - κουλτούρα, ηλικία, ήχος.
Κάποια στιγμή ο Bachir σήκωσε ένα μεγάλο τύμπανο, με δέρμα στη μία πλευρά σαν ντέφι, κοντά στον ενισχυτή. Το ηχείο του ενίσχυσε εκ νέου το feedback από την κιθάρα μου, κάνοντας την επιφάνεια του τυμπάνου να δονείται τρελά, δημιουργώντας εκπληκτικούς βόμβους. Ακόμη και αυτή η τρελά ενισχυμένη παραμόρφωση δεν σταμάτησε αυτούς τους μάγους της μουσικής, δεν τους έκανε να φρικάρουν ή να υποχωρήσουν. Καταλαβαίνουν τον ήχο και το πήραν ως ήταν.
Πριν φάμε, ο Bachir έβαλε σε ένα πολύ μεγάλο ζευγάρι ηχείων να παίζουν μερικά νέα remix του δισκογραφικού label στο δίσκο με τον Brian Jones, στον οποίο είχαν προστεθεί σύγχρονα εφέ παραμόρφωσης και δυνατό μπάσο. Η εταιρία θα δοκιμάσει να “πουλήσει” τη μουσική σε ένα νέο κοινό εμπλουτίζοντάς τη με σύγχρονα ηχητικά εφέ.
Οι άντρες σύντομα αποσύρθηκαν για να δειπνήσουν στο υπνοδωμάτιό τους, αφήνοντας τον Bachir, τη Leah και εμένα να φάμε μόνοι στη βεράντα. Φάγαμε ένα νόστιμο γεύμα με σουβλιστό αρνί και λαχανικά, ακολουθούμενο από περισσότερα κιφ και τσάι μέντας, καθώς η βροχή έπεφτε στο ξηρό έδαφος από τη βεράντα. Ολοι οι άντρες είχαν επαινέσει τη Leah και εμένα που ήμασταν καλοί στο να φέρνουμε τη βροχή μαζί μας. Έδώ, τώρα, είναι ευλογία για το ξηρό χωριό τους.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος, έμεινα έκπληκτος όταν άκουσα τους τρελούς ήχους από τα εφέ και τις λούπες του CD μου East Jesus, το οποίο είχα δώσει στον Bachir, να ηχούν στο χωριό. Έπαιξε μέχρι που δεν μπορούσα να το ακούω πια και του ζήτησα να το σταματήσει. Μπορούσα μόνο να φανταστώ τι σκέφτονταν οι γηραιότεροι για αυτή την παράξενη μουσική δείπνου, αλλά έμοιαζε ένα συναρπαστικό άκουσμα που ηχούσε τα μεσάνυχτα κάτω από τους συννεφιασμένους ουρανούς του Rif.
Το δείπνο τελείωσε πάνω από γλυκά κομμάτια επιδόρπιου πεπονιού, οι άλλοι επέστρεψαν πίσω στις θέσεις τους στη βεράντα, και έφτασαν οι rhaitas, τα πνευστά που μοιάζουν με όμποε και μπορούν να παίξουν πολύ δυνατά. Η αληθινή μουσική επρόκειτο να ξεκινήσει. Τέσσερις οργανοπαίκτες μάς έπαιξαν πολύ νωρίς το πρωί τις πιο απίστευτες ντελιριακές τους μελωδίες.
Οι μουσικοί της rhaita παίζουν κυκλικά απέναντι από τα τύμπανα, παρόμοια με τη Μπαλινέζικη μουσική, όπου κάθε περίπλοκη φράση χωρίζεται μεταξύ των μουσικών και ο καθένας τους παίζει επικαλυπτόμενα μέρη της ίδιας φράσης, αναπνέοντας με τη σειρά και όχι ταυτόχρονα - το αποτέλεσμα είναι ότι η μουσική δεν χρειάζεται ποτέ παύση για να υπάρξει αναπνοή. Χωρίς αρχή ή τέλος, γρήγορα καταλήγει σε μια επαναλαμβανόμενη, εκστατική, trance κατάσταση.
Οι μουσικοί δημιούργησαν αυτό το εντυπωσιακό μοντέλο του άπειρου μπροστά στα μάτια μας. Έίναι έτσι κατανοητό γιατί ο Ornette Coleman ταίριαξε μαζί τους (και με τους πατεράδες μερικών από αυτούς) πίσω στη δεκαετία του ‘70, όταν αυτός και ο Bob Palmer ήρθαν εδώ για να ηχογραφήσουν το Dancing in Your Head. Αυτοί οι τύποι βρίσκονται ακόμα εκεί, στον ίδιο χώρο που ο Ornette εξερεύνησε μαζί τους. Διασχίζοντας τις κουλτούρες και τους ωκεανούς.
Έβαλα το μικρό μου ηχογραφητήρι μου να γράφει όλη νύχτα, καθώς εναλλάσσανε φωνητικές μελωδίες και διαλογισμούς με rhaita και τύμπανα.
Σιγά σιγά, οι προσωπικότητες φάνηκαν: ο Bachir, νεαρός ηγέτης εδώ, σκοτεινός και έντονος, διευθύνει τη μουσική ροή όπως έκανε κάποτε ο πατέρας του, προκαλώντας αλλαγές στο μοτίβο ή κάποιο σημείο του κομματιού παίζοντας το όργανό του. Ο μικρός του αδερφός Mustapha τον υποστηρίζει ως βασικός μουσικός των τυμπάνων, παίζοντας μεταβαλλόμενους ρυθμούς. Ένας γηραιότερος παίκτης τυμπάνων με ένα σκονισμένο καφέ djellaba και μαύρο ναυτικό σκούφο, με το πρόσωπό του κολλημένο σε ένα χαρούμενο, σταθερό, αμυδρό χαμόγελο, παίζει επίσης. Και ένας μουσικός rhaita με στρογγυλό πρόσωπο, φουσκώνει τα μάγουλά του καθώς παίζει.
Αποφασίσαμε ότι ο Laarbi, ένας οργανοπαίκτης rhaita στα ογδόντα του και δίχως μπροστινά δόντια, ήταν ένας από τους δύο μάγους του γκρουπ. Με τη λευκή μυτερή του djellaba, ξυπόλητος και με σκαμμένο πρόσωπο σαν κοράκι, φαινόταν αλλόκοτος: όμορφος, καλοκάγαθος, ζαρωμένος. Συνυπήρχε αρμονικά με τους νεότερους μουσικούς.
Ο Tahir, ο οποίος είχε ταξιδέψει από την πόλη μαζί μας, ήταν ο κύριος βιολιστής τους γκρουπ. Ένας ορμητικός και όμορφος άντρας στη μέση ηλικία του, δεν ήταν από την οικογένεια Attar και δεν ζούσε κανονικά στη Jajouka, αλλά στο Ksar el Kebir. Το βιολί του, που έπαιζε όρθιο στο γόνατο και όχι κάτω από το σαγόνι, χαρακτήριζε μεγάλο τμήμα του μελωδικού περιεχομένου της μουσικής, παίζοντας σόλο πάνω στα υπνωτιστικά μοτίβα των πνευστών και των τυμπάνων. Έίχε παίξει με τον Ornette, και πιθανώς και με τον Brian.
Ο πιο αστείος ήταν ο Berdouz, 82 χρονών, που ήταν παλιότερα, πριν το κόψει, ο μεγαλύτερος καπνιστής κιφ στην πόλη και επίσης βασικό μέλος της ομάδας που έπαιξε με τον Brian και με τον πατέρα του Bachir. Τώρα ένας σεβάσμιος γέροντας,τον γνώριζα ως χαρακτήρα στο βιβλίο του Steven Davis, Joujouka Rolling Stone. Ηξερε τέσσερις φράσεις στα Αγγλικά και τις χρησιμοποιούσε εναλλάξ σε κάθε περίπτωση. Η ρίμα του, χωρίς αμφιβολία επηρεασμένη από τους χίπηδες που ήρθαν εδώ τη δεκαετία του ‘70, ήταν: “Έυχαριστώ πολύ! Ολα εξαίρετα! Πολύ καλά!” Ο Bachir τον ονόμαζε Τσάρλι Τσάπλιν της Jajouka. Μας έκανε να γελάμε όλη τη νύχτα, και γέμιζε συνεχώς την πίπα για τη Leah και εμένα. Μου θύμισε παλιές φωτογραφίες του προπάππου μου - ανεξήγητα. (Παράξενο για ένα καλοκαίρι με πολύ ήλιο, με έχουν ήδη περάσει για Μαροκινό αρκετές φορές).
Πριν γυρίσουμε, αποχαιρετήσαμε τον παλιό sharif (ιερό άνδρα) σε ένα κοντινό χωριό. Κάποτε ο καλύτερος φίλος του πατέρα του Bachir, είχε ξαπλώσει στο πάτωμα όλη τη νύχτα, ακούγοντας τα πάντα, χωρίς να πει κουβέντα. Ηταν 4 π.μ. καθώς οδήγησε το γαϊδουράκι του έξω από το σκοτάδι και καβάλησε για ένα μονοπάτι μιας ώρας στους λόφους, αλλά πριν φύγει μεσολάβησαν πολύ γέλιο και φωτογραφίες με φλας που πάγωσαν την εικόνα του πάνω στο ατάραχο μουλάρι. Του δώσαμε 100 dirham για ένα έργο κατασκευής πηγαδιού στο χωριό του - σε αντάλλαγμα υποσχέθηκε να προσευχηθεί για τη συνέχιση της επιτυχίας μας. Έπειτα ο sharif μπήκε στην αφρικανική νύχτα. Ο δεύτερος από τους δύο λευκοντυμένους, γκριζομάλληδες μάγους. Αναρωτήθηκα αν θα εμφανιζόταν πραγματικά στις φωτογραφίες που τραβήξαμε ή αν ήταν τελικά ένα φευγαλέο φάντασμα.
Με προβολείς στο χέρι, περπατήσαμε μια μικρή διαδρομή με χαμηλούς θάμνους προς τα υπνοδωμάτιά μας. Κοιτάζοντας προς τα πάνω, είδα ότι τα σύννεφα της βροχής είχαν φύγει, φανερώνοντας τον ουράνιο θόλο. Ποτέ δεν είχα δει τόσα πολλά αστέρια στα ταξίδια μου. Ο Γαλαξίας έλαμπε σαν ζώνη με κοσμήματα. Αφρική, βόρεια ακτή, μακριά από τον κόσμο.
Η Leah και εγώ κοιμόμασταν στο σπίτι του πατέρα του Bachir, τώρα κλειστό και αχρησιμοποίητο. Ηταν βαμμένο μπλε, όπως και πολλά άλλα κτίρια εδώ, και χτισμένο σε τετράγωνο σχήμα με μια εσωτερική αυλή ανοιχτή στον ουρανό. Σαν πρωτόγονο ανάκτορο, είχε εξαιρετικό σχεδιασμό και απλότητα. Τριγυρίσαμε λίγο με το φως της γκαζόλαμπας, αλλά σύντομα κοιμηθήκαμε στη γωνία ενός μεγάλου μπλε δωματίου ντυμένου με ταπετσαρίες, κεριά και κουβέρτες για μάς, ξέροντας ότι είχαμε λίγο ύπνο αν θέλαμε να κάνουμε μια γρήγορη βόλτα στο χωριό πριν αναχωρήσουμε για το Ksar el Kabir για να συναντήσουμε τον οδηγό μας. Αν δεν ήταν τόσο αργά, θα μπορούσαμε να προβληματιστούμε γιατί μας προειδοποίησαν να κλειδώσουμε την πόρτα για τη νύχτα.
Ξυπνάμε με ένα συννεφιασμένο πρωί και ο Mustapha χτυπά τις ατσάλινες πόρτες του μέρους, είναι το ανθρώπινο ξυπνητήρι μας. Το σπίτι είναι ακόμα ομορφότερο υπό το φως της μέρας, τα πράσινα φυτά που μεγαλώνουν στην αυλή κάνουν αντίθεση με το απαλό μπλε. Αρχικά δεν αναγνωρίζω τον Laarbi, τον μάγο, που συνοδεύει το Mustapha. Με τζιν και κοντομάνικο πουκάμισο, είναι πλέον ένας αγρότης της εξοχής και το άσπρο του djellaba είναι κάπου κρεμασμένο.
Πήραμε πρωινό πίσω στο Μεντρεσέ, τρώγοντας σύκα, μας είπαν, από το ίδιο δέντρο που έφαγε ο Mick Jagger το 1989 όταν τελικά ακολούθησε τα βήματα του Brian στην Jajouka και αφού οι Stones είχαν ηχογραφήσει ένα τραγούδι με τους μουσικούς στην Ταγγέρη για το άλμπουμ Steel Wheels. Πάντοτε ο οργανωτής, ο Jagger έφτασε μαζί με ένα κινηματογραφικό συνεργείο, το ταξίδι του στο χωριό καταγράφηκε και χρησιμοποιήθηκε για τη προώθηση της επερχόμενης περιοδείας των Stones.
Ολοι οι μουσικοί ήρθαν να μας αποχαιρετίσουν. Αυτοί οι άνθρωποι, που έχουν τόσα λίγα για ένα δυτικό μάτι, ήταν μεταξύ των πιο φιλόξενων ψυχών που είχαμε γνωρίσει.
Περπατήσαμε ένα μονοπάτι γεμάτο πέτρες μέσα από το χωριό, για να επισκεφθούμε το ναό όπου ήταν θαμμένος ο Αγιός τους, Sidi Hamid Sherq. Έδώ στην αυλή υπήρχε ένα μεγάλο δέντρο γύρω από το οποίο ήταν δεμένη μια μεγάλη αλυσίδα, με την οποία οποιοσδήποτε φαινόταν παράφρων ή αδύναμος αλυσοδενόταν για λίγες μέρες, μέχρι να “θεραπευτεί”. Περάσαμε από τη σπηλιά του τραγόμορφου θεού Bou Jeloud ψηλά στους λόφους, ένα άνοιγμα στο βράχο από το οποίο λέγεται ότι ο ντυμένος με δέρμα Θεός έρχεται χοροπηδώντας κατά τη διάρκεια του τρελού γλεντιού που συνοδεύει ορισμένους ετήσιους εορτασμούς στην Jajouka, φέρνοντας την ενηλικίωση στα νεαρά αγόρια, γονιμότητα και ευημερία στο χωριό.
Συνεχίσαμε περνώντας από τις γυναίκες και τα παιδιά του χωριού, από ένα πηγάδι που χτιζόταν και έπειτα από τα τελευταία λευκά και μπλε σπίτια προς στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, όπου η Benz ήταν παρκαρισμένη και μας περίμενε.
Πήγαμε στην πόλη, αρκετά αργά για να συναντήσουμε τον οδηγό μας και το ενδεχόμενο να μας έπαιρνε από το Kabir ήταν πολύ αβέβαιο. Η πόλη ήταν γεμάτη ζωή. Περιμέναμε ανήσυχοι σε ένα καφέ δίπλα στον κεντρικό σταθμό με τους Bachir, Mustapha και Tahir. Ημασταν έτοιμοι να εγκαταλείψουμε τις ελπίδες μας όταν ο Farouk, ο οδηγός μας, εμφανίστηκε με το βανάκι. Έίπαμε αντίο και φύγαμε, αφήνοντας την Jajouka πίσω μας...