Maurizio Lazzarato - Γιατί πόλεμος; Η οικονομικο-πολιτικο-στρατιωτική κατάσταση

Το πρώτο από τα κείμενα του Maurizio Lazzarato για τον συνεχιζόμενο «παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο», δημοσιευμένα στο Machina - DeriveApprodi (Οκτ. 2024). Άλλες γλώσσες: english, español, deutsch, türkçe 

μτφρ: Ναγουάλ, 2025

Εδώ είναι το pdf λόσφι

-

Η οικονομική και πολιτική αποτυχία των ΗΠΑ

Μια διπλή, αντιφατική και συμπληρωματική πολιτική και οικονομική διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη: το κράτος και η πολιτική των ΗΠΑ επιδεικνύουν βίαια την κυριαρχία τους μέσω του πολέμου (συμπεριλαμβανομένου του εμφυλίου πολέμου) και της γενοκτονίας. Την ίδια στιγμή, επιδεικνύουν την πλήρη υποταγή τους στη νέα μορφή που έχει πάρει η οικονομική εξουσία μετά τη σοβαρή κρίση του 2008, προωθώντας μια πρωτοφανή χρηματιστικοποίηση, τόσο απατηλή και επικίνδυνη όσο και αυτή που προκάλεσε την κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου. Η ίδια η αιτία της καταστροφής που μας οδήγησε στον πόλεμο έχει γίνει επίσης το νέο ελιξίριο για την έξοδο από την κρίση - μια κατάσταση που δεν μπορεί παρά να είναι προάγγελος μεγαλύτερης καταστροφής και πολέμου. Η ανάλυση για το τι συμβαίνει στις ΗΠΑ, την καρδιά της καπιταλιστικής εξουσίας, είναι κομβική γιατί από τους κόλπους της, την οικονομία και τη στρατηγική ισχύος της ξεκίνησαν όλες οι κρίσεις και οι πόλεμοι που έχουν ρημάξει και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να ρημάζουν τον κόσμο.

Η ουσία του προβλήματος έγκειται στην αποτυχία του οικονομικού και πολιτικού μοντέλου των ΗΠΑ που αναγκαστικά τις οδηγεί σε πόλεμο, γενοκτονία και εσωτερικό εμφύλιο (προς το παρόν μόνο υφέρποντα, αλλά που πήρε για πρώτη φορά μορφή στα γεγονότα του Καπιτωλίου στο τέλος της προεδρίας του Donald Trump). Η αμερικανική οικονομία θα έπρεπε να έχει κηρύξει πτώχευση εδώ και καιρό αν ίσχυαν και για αυτήν οι κανόνες που ισχύουν για τις άλλες χώρες. Στα τέλη Απριλίου 2024, το συνολικό δημόσιο χρέος - γνωστό ως Total Treasury Securities Outstanding, δηλαδή το άθροισμα των διάφορων ομολόγων και κρατικών χρεογράφων - ήταν 34,6 τρις δολάρια. Δώδεκα μήνες νωρίτερα το ποσό αυτό ήταν 31,5 τρισ. Σε ένα χρόνο, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 3,1 τρισ. δολάρια, σχεδόν όσο όλο το δημόσιο χρέος της Γερμανίας, τέταρτης μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης στον κόσμο. Η εκθετική του αύξηση είναι πλέον εντελώς ανεξέλεγκτη, της τάξης του ενός τρισ. δολαρίων κάθε 100 ημέρες. Σήμερα, είμαστε ήδη στο ένα τρισ. κάθε 60 ημέρες.

Αν υπάρχει ένα έθνος που ζει στις πλάτες ολόκληρου του κόσμου, αυτό είναι οι ΗΠΑ. Οι υπόλοιπες χώρες πληρώνουν τα χρέη τους (δηλαδή τις παράλογες δαπάνες του «αμερικανικού τρόπου ζωής» - από τον οποίο, προφανώς, επωφελείται μόνο ένα μέρος των Αμερικανών - σε συνδυασμό με τον τεράστιο στρατιωτικό του μηχανισμό) με δύο βασικούς τρόπους: μέσω του δολαρίου, του εμπορεύματος με την μεγαλύτερη κυκλοφορία στον κόσμο, οι ΗΠΑ ασκούν εισοδηματική πολιτική σε ολόκληρο τον πλανήτη, καθώς το εθνικό τους νόμισμα λειτουργεί ως νόμισμα του διεθνούς εμπορίου επιτρέποντάς τους να δημιουργούν χρέος όπως κανείς άλλος. Μετά την κρίση του 2008, οι ΗΠΑ βρήκαν άλλον ένα τρόπο να μετακυλήσουν το χρέος αλλού μέσω της αναδιοργάνωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Χρήμα (κυρίως από συμμάχους και, μεταξύ αυτών, κυρίως από την Ευρώπη) μεταφέρεται στις ΗΠΑ μέσω των επενδυτικών κεφαλαίων για να πληρωθούν τα αυξανόμενα επιτόκια του χρέους. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση επικράτησε συγκεντροποίηση κεφαλαίου χάρη σε 15 χρόνια ποσοτικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες (ρευστότητας μηδενικού κόστους), με αποτέλεσμα ένα μονοπώλιο σε κλίμακα πρωτοφανή για τον καπιταλισμό. Με την πολιτική βοήθεια των κυβερνήσεων Obama και Biden, ένα μικρό τμήμα αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων έχει περιουσιακά στοιχεία (δηλαδή τη συλλογή και διαχείριση αποταμιεύσεων) μεταξύ 44 και 46 τρισ. δολαρίων. Για να πάρουμε μια ιδέα για το τι σημαίνει αυτός ο μονοπωλιακός συγκεντρωτισμός, μπορούμε να το συγκρίνουμε με το ΑΕΠ της Ιταλίας - 2 τρισ. δολάρια - ή με αυτό ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης - 18 τρισ. δολάρια. Οι «Big Three», όπως ονομάζονται τα τρία μεγαλύτερα επενδυτικά κεφάλαια (Vanguard, Black Rock, State Street), αποτελούν στην πραγματικότητα μια ενιαία οντότητα, καθώς η ιδιοκτησία των κεφαλαίων είναι μοιρασμένη μεταξύ τους και είναι δύσκολο να διαχωριστούν.

Οι περιουσίες αυτού του «υπερμονοπωλίου» έχουν οικοδομηθεί πάνω στην καταστροφή του κοινωνικού κράτους. Οι Αμερικανοί αναγκάζονται να πληρώνουν κάθε είδους ασφάλεια για τις συντάξεις, την υγεία, την εκπαίδευση και τις υπόλοιπες κοινωνικές υπηρεσίες. Τώρα είναι η σειρά των Ευρωπαίων μαζί με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο (αλλά και τη Λατινική Αμερική του Milei), να βρεθούν στα χέρια των επενδυτικών κεφαλαίων, με ρυθμό που υπαγορεύει η διάλυση των κοινωνικών υπηρεσιών (με τους  έμμεσους μισθούς που εγγυάται το Κράτος Πρόνοιας να μετατρέπονται σε βάρη, κόστη και έξοδα που ο καθένας πρέπει να αναλάβει για να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του). Οι ΗΠΑ έχουν διπλό συμφέρον να συνεχίσουν και να εντείνουν την παγκόσμια διάλυση της πρόνοιας: οικονομικό συμφέρον, επειδή αυτό οδηγεί τις επενδύσεις σε τίτλους κεφαλαίων (οι οποίοι με τη σειρά τους χρησιμεύουν για την αγορά γραμματίων, ομολόγων και μετοχών αμερικανικών εταιρειών) καθώς και πολιτικό συμφέρον, επειδή η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών σημαίνει εξατομίκευση και χρηματιστικοποίηση του ατόμου που από εργαζόμενος ή πολίτης μετατρέπεται σε μικρό χρηματοοικονομικό φορέα (και όχι σε επιχειρηματία του εαυτού του, όπως λέει η κυρίαρχη ιδεολογία). Οι φορολογικές πολιτικές συγκλίνουν επίσης στην κατεύθυνση της αποδυνάμωσης του κοινωνικού κράτους. Ούτε οι πλούσιοι ούτε οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να πληρώνουν φόρους και η προοδευτικότητα στη φορολογία είναι μηδενική. Συνεπώς, δεν υπάρχουν πλέον πόροι για κοινωνικές δαπάνες και έτσι δημιουργείται κίνητρο για την αγορά ιδιωτικών υπηρεσιών που καταλήγουν σε επενδυτικά κεφάλαια. Το σχέδιο να διαλυθούν όλα όσα είχαν παραχωρηθεί μέσα από διακόσια χρόνια αγώνα τελικά υλοποιείται.

Οι αμερικανικές αποταμιεύσεις δεν επαρκούν πλέον για να τροφοδοτήσουν το κύκλωμα προσόδου, και έτσι τα επενδυτικά κεφάλαια επιτίθενται τώρα στις ευρωπαϊκές αποταμιεύσεις. Για παράδειγμα, τα 35 τρισ. δολάρια που ο Enrico Letta ήθελε να διαθέσει σε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό επενδυτικό ταμείο θα λειτουργούσαν με τις ίδιες αρχές: παραγωγή και διανομή προσόδου, με συνέπεια τις ίδιες τεράστιες ταξικές διαφορές που υπάρχουν στις ΗΠΑ. Η αιτία της ταχύτατης και απίστευτης φτωχοποίησης της Ευρώπης βρίσκεται στην οικονομική στρατηγική που εφαρμόζει ο σύμμαχός της οι ΗΠΑ. Το αρνητικό χάσμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκε από 15% το 2002 σε 30% σήμερα. Όσο περισσότερο ληστεύεται η Ευρώπη, τόσο περισσότερο οι πολιτικοί και τα media γίνονται ατλαντιστές και πολεμοχαρείς, υπάκουοι σε εκείνους που τους περιθωριοποιούν τόσο ώστε να ωθούνται σε πόλεμο με τη Ρωσία (τον οποίο, παρεμπιπτόντως, δεν μπορούν καν να συντηρήσουν). Τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν υποκαταστήσει την Κίνα και την Ανατολική Ασία στην αγορά ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου και, συνεχίζοντας την διάλυση του κράτους πρόνοιας, αναγκάζουν τους ανθρώπους να συνάπτουν συμβόλαια που καταλήγουν στους λογαριασμούς επενδυτικών κεφαλαίων. Με αυτόν τον τρόπο, το ευρώ μετατρέπεται σε δολάριο, περισώζοντας έτσι τη δολαριοποίηση από την απειλή λόγω της άρνησης του Νότου να υποταχθεί στην κυριαρχία του αμερικανικού νομίσματος.

Αυτή η μεταφορά πλούτου επηρεάζει και τη Λατινική Αμερική, όπου ο Milei αποτελεί την πρωτοπορία μιας νέας χρηματιστικοποίησης που στοχεύει στην ιδιωτικοποίηση των πάντων. Ο νεοφασισμός του Milei είναι το εργαστήριο προσαρμογής των αμερικανικών ληστρικών μεθόδων που υιοθετήθηκαν από την Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Αυστραλία σε ακόμη πιο αδύναμες οικονομίες. Δεν είναι κλασικός φασισμός, είναι ο νέος «ελευθεριακός» φασισμός της προσόδου και των επενδυτικών κεφαλαίων που ενσαρκώνει ο Milei, ένα φτωχό ιδεολογικό αντίγραφο του φασισμού που γεννιέται από τις «καινοτόμες» επιχειρήσεις της Silicon Valley.

Η οικονομική πολιτική του Biden, που προσπαθεί να επαναπατρίσει βιομηχανίες που είχαν αποκεντρωθεί, φτωχαίνει περαιτέρω τον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαίτερα την Ευρώπη που βλέπει εταιρείες της επικράτειάς της να επιχειρούν να διασχίσουν τον Ατλαντικό. Οι τεράστιες φορολογικές ελαφρύνσεις που αυτό απαιτεί χρηματοδοτούνται με χρέος, όπως και τα δισ. δολάρια για τις βόμβες που στέλνουν ασταμάτητα οι ΗΠΑ στην Ουκρανία και το Ισραήλ, πράγμα που σημαίνει ότι, κατά ειρωνικό τρόπο, η Ευρώπη χρηματοδοτεί και πάλι την ίδια την πολιτική που έχει σχεδιαστεί για να μειώσει την παραγωγική της ικανότητα - ακριβώς όπως πληρώνει διπλά για τον πόλεμο και τη γενοκτονία: αγοράζοντας ομόλογα του Αμερικανικού Δημοσίου και ασφαλιστήρια συμβόλαια που επιτρέπουν στις ΗΠΑ να χρεωθούν, και εξαναγκαζόμενη να οικοδομήσει μια πολεμική οικονομία (αποδεκτή και επιταχυνόμενη από τις πολιτικές τάξεις που είναι αποφασισμένες να αυτοκτονήσουν). Όπως είχε πει ο Kissinger, «το να είσαι εχθρός των ΗΠΑ μπορεί να είναι επικίνδυνο, αλλά το να είσαι φίλος τους είναι θανάσιμο». Αυτή η τεράστια ρευστότητα έδωσε τη δυνατότητα στα επενδυτικά κεφάλαια να αγοράσουν, κατά μέσο όρο, το 22% ολόκληρου του καταλόγου Standard & Poor's, ο οποίος περιλαμβάνει τις 500 κορυφαίες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Τα κεφάλαια αυτά έχουν ήδη παρουσία στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές εταιρείες και τράπεζες (ειδικά στην Ιταλία όπου εξαγοράζονται με ταχύτατους ρυθμούς) και η κερδοσκοπία τους ουσιαστικά αποφασίζει τη μοίρα της οικονομίας κατευθύνοντας τις επιλογές των «επιχειρηματιών».

Υπήρχαν κάποτε εκείνοι που παραληρούσαν για την αυτονομία του γνωσιακού προλεταριάτου και για την ανεξαρτησία της νέας ταξικής σύνθεσης. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο λανθασμένο. Αυτοί που αποφασίζουν πού, πότε, πώς και με ποια εργατική δύναμη θα παράγουν (μισθωτή, επισφαλή, υποταγμένη, υποδουλωμένη, γυναικεία κλπ.) είναι, και πάλι, αυτοί που κατέχουν το απαραίτητο κεφάλαιο, αυτοί που διαθέτουν τη ρευστότητα και την εξουσία να πράξουν με τέτοιο τρόπο (σήμερα είναι σίγουρα οι «Big Three»). Σίγουρα δεν είναι το πιο αδύναμο προλεταριάτο των δύο τελευταίων αιώνων. Ας αφήσουμε την αυτονομία και την ανεξαρτησία - η ταξική πραγματικότητα είναι υποτίμηση, υποδούλωση και υποταγή όπως ποτέ άλλοτε στην ιστορία του καπιταλισμού. Το να είσαι «ζωντανή εργασία» είναι εξευτελισμός, γιατί είναι πάντα εργασία υπό προσταγή, όπως αυτή του πατέρα και του παππού μου. Η εργασία δεν παράγει τον «κόσμο», αλλά τον «κόσμο του κεφαλαίου», ο οποίος μέχρι αποδείξεως του εναντίου είναι διαφορετικό πράγμα γιατί είναι ένας κόσμος σκατά. Η ζωντανή εργασία μπορεί να κερδίσει την αυτονομία και την ανεξαρτησία της μόνο μέσω της άρνησης, της ρήξης, της εξέγερσης και της επανάστασης. Χωρίς αυτά, η αδυναμία της είναι εγγυημένη!

Η εσωτερική σύγκρουση του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου

Σε ένα άρθρο στο Dynamo Press [1], ο Luca Celada ισχυρίζεται ότι ο Robert Reich τον αποκάλεσε κάποτε «προοδευτικό» επειδή ήταν πρώην υπουργός στην κυβέρνηση Clinton, ο οποίος, ως καλός Δημοκρατικός, ενέτεινε την χρηματιστικοποίηση (και τη συνακόλουθη καταστροφή της πρόνοιας) και εδραίωσε την άβυσσο των ταξικών ανισοτήτων, θέτοντας τα θεμέλια για την κρίση του 2008, την αφετηρία των σημερινών πολέμων. Οι ενέργειες του Musk και του Thiel, επιχειρηματιών της Silicon Valley και συμμάχων του Trump, θεωρούνται συχνά ως η απειλή ενός νέου μονοπωλίου. Ωστόσο, ελάχιστη προσοχή δίνεται στην άνευ προηγουμένου συγκεντροποίηση της εξουσίας των επενδυτικών κεφαλαίων που έλυναν και έδεναν εδώ και 15 χρόνια, με την ενεργό συνενοχή των Δημοκρατικών που από κοινού δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επόμενη οικονομική καταστροφή.

ΊΊσως όχι εντελώς τυχαία, «η είσοδος στην πολιτική» των μεγιστάνων της Silicon Valley συνέπεσε με τις πρώτες ενδείξεις για πιο σθεναρή ρυθμιστική δράση από την κυβέρνηση Biden-Harris, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων πραγματικών αντιμονοπωλιακών αγωγών κατά κολοσσών όπως η Google, η Amazon και η Apple που υπέβαλαν η πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου Lina Khan (της οποίας η διατριβή ήταν πάνω στο μονοπώλιο της Amazon) και ο εξίσου σκληρός βοηθός του Υπουργείου Δικαιοσύνης Jonathan Kanter. Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι ορισμένοι «βαρόνοι της Silicon» στηρίζονται στον υποψήφιο που είναι πιο πιθανό να τους εκδώσει νέα λευκή επιταγή ή ακόμη και να διορίσει κάποιους από αυτούς στο υπουργικό του συμβούλιο.

Η Kamala Harris είναι δεμένη χειροπόδαρα από συμφέροντα των επενδυτικών κεφαλαίων, καθώς οι κύριοι μέτοχοι όλων (αλλά πραγματικά όλων) των επιχειρήσεων που αναφέρει ο Celada είναι ακριβώς αυτά τα κεφάλαια. Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε πώς θα μπορούσε ποτέ να αντιμετωπίσει τα μονοπώλια, δεδομένου ότι η σωτηρία των ΗΠΑ και του κόμματός της («Δημοκρατικοί για τη Γενοκτονία») εξαρτάται από αυτά. Η εξήγηση για την τύφλωση των «προοδευτικών» βρίσκεται στον νεοφασισμό του Trump. Αν εκλεγεί θα πάμε από το κακό στο χειρότερο. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, ήδη με την εκλογή του Biden, πέσαμε από το κακό στο χειρότερο του πολέμου και της γενοκτονίας. Μας διαβεβαίωσαν ότι η ναζιστική βία ήταν μια παρένθεση, αλλά οι Δημοκρατικοί μας υπενθύμισαν ότι η γενοκτονία είναι στην πραγματικότητα άλλο ένα από τα πολλά εργαλεία με τα οποία λειτουργεί ο καπιταλισμός από τη γέννησή του. Η αμερικανική δημοκρατία έχει τα θεμέλιά της στη γενοκτονία και τη σκλαβιά. Ο ρατσισμός, ο φυλετικός διαχωρισμός και το απαρτχάιντ ανήκουν στα δομικά χαρακτηριστικά της. Η συνέργεια με το Ισραήλ έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία της «πιο πολιτικής» δημοκρατίας κατά την Hannah Arendt.

Μικρά μονοπώλια όπως ο Musk έχουν αναλάβει δράση γιατί τα μεγάλα μονοπώλια δεν τον αφήνουν να αναπνεύσει, αλλά αυτός όπως και άλλοι σαν αυτόν παραμένουν εντελώς υποταγμένοι στην ίδια λογική. Στην πραγματικότητα, αυτό που βλέπουμε είναι μια εσωτερική σύγκρουση εντός του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου: τα μικρότερα μονοπώλια θα ήθελαν να εκπροσωπήσουν το «ζωτικό πνεύμα» του καπιταλισμού, που περιορίζεται, σύμφωνα με τα ίδια, από τη συμμαχία των Δημοκρατικών με τα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια. Ενώ προπαγανδίζουν τον φουτουριστικό φασισμό τους (και πάλι, τίποτα πραγματικά νέο αν σκεφτεί κανείς τον ιστορικό φασισμό, όπου ο φουτουρισμός της ταχύτητας, του πολέμου και των μηχανών εναρμονίστηκε άρτια με την αντι-προλεταριακή και αντι-Μπολσεβίκικη βία), τον διανθρωπισμό και ιδέες ακόμα πιο ολιγαρχικές και ρατσιστικές από αυτές του χρηματιστικού κεφαλαίου, αυτά τα μικρά μονοπώλια στην πραγματικότητα συμφωνούν με τα μεγάλα στο κρίσιμο ζήτημα: την ιδιωτική ιδιοκτησία, δηλαδή το άλφα και το ωμέγα της στρατηγικής του κεφαλαίου. Η κοινή τους ατζέντα είναι η χρηματιστικοποίηση των πάντων, δηλαδή ιδιωτικοποίηση των πάντων. Ωστόσο, προκύπτουν προβλήματα σχετικά με το πώς θα μοιραστεί αυτή η τεράστια πίτα. Για να κατανοήσουμε τα όρια της προοδευτικής ανάλυσης, πρέπει να εμβαθύνουμε κατευθείαν στις εσωτερικές λειτουργίες της μονοπωλιακής χρηματιστικοποίησης από τα επενδυτικά κεφάλαια μετά το 2008. Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου περιοριζόταν σε έναν κλάδο και η κερδοσκοπία συγκεντρώθηκε στην αγορά ακινήτων. Στις μέρες μας αντίθετα, το χρηματιστικό κεφάλαιο έχει απλωθεί παντού. Από τον Obama μέχρι τον Biden, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις έχουν επιτρέψει τη διείσδυση επενδυτικών κεφαλαίων σε ολόκληρη την κοινωνία, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σήμερα κάποια σφαίρα της ζωής που να μην έχει χρηματιστικοποιηθεί.

Χρηματιστικοποίηση της αναπαραγωγής: πολύς λόγος γίνεται για την κεντρικότητα της αναπαραγωγής στα κινήματά μας, αλλά υστερούμε τρομακτικά στην ανάλυση της δράσης των επενδυτικών κεφαλαίων, προϋπόθεση της οποίας ήταν η καταστροφή της πρόνοιας. Οι Δημοκρατικοί έχουν εγκαταλείψει όλες τις αόριστες υποσχέσεις για ένα νέο πρόγραμμα πρόνοιας, ποντάροντας τα πάντα στην ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών. Το έχουν διατυπώσει ανοιχτά: ο εκδημοκρατισμός του κεφαλαίου πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την χρηματιστικοποίηση της μεσαίας τάξης. Τα κεφάλαια, που διευκολύνονται με κάθε τρόπο από τους Δημοκρατικούς, θα παρέχουν ασφαλείς χρηματοοικονομικές επενδύσεις ώστε οι Αμερικανοί να αγοράζουν ασφαλιστικά συμβόλαια για να εξασφαλίσουν το εισόδημα και τις υπηρεσίες που δεν τους παρέχει πλέον η εργασία (όσοι βέβαια έχουν την οικονομική δυνατότητα, δεδομένου ότι οι φτωχές, ανύπαντρες γυναίκες και η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης δεν μπορεί: σε μια πρόσφατη έρευνα, το 44% των αμερικανικών νοικοκυριών δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί μια έκτακτη δαπάνη ύψους 1.000 δολαρίων).

Η μεσαία τάξη για την Kamala Harris φτάνει μέχρι το εισόδημα 400.000 δολαρίων ετησίως. Αυτό είναι ένα σημαντικό νούμερο για την κατανόηση της κοινωνικής σύνθεσης στην οποία αναφέρονται οι Δημοκρατικοί. Εργασία και εργαζόμενοι έχουν εξαφανιστεί εντελώς από τον ορίζοντά τους, όπως και η «αριστερά» γενικότερα. Το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων, που αναπαράχθηκε από τα χρηματιστήρια και έχει αποτύχει ήδη από το 2008, προτείνεται τώρα ξανά ως λύση στο «κοινωνικό ζήτημα». Για να το ξαναπούμε, πρόκειται για μια διαδικασία χρηματιστικοποίησης της πρόνοιας, καθώς τα ομόλογα και οι πολιτικές σκοπεύουν πλέον να αντικαταστήσουν τις υπηρεσίες που παρέχει το κράτος. Μπορούμε επίσης να αναφέρουμε την ιταλική περίπτωση: αντιμέτωπος με την αποεπένδυση του κράτους στα εδάφη που καταστράφηκαν από την κλιματική κρίση, ο υπουργός Πολιτικής Προστασίας αναβίωσε την ιδέα της υποχρεωτικής ασφάλισης για πλημμύρες. Ο Matteo Salvini παρενέβη λέγοντας ότι «το κράτος μπορεί να δώσει κατευθύνσεις, αλλά δεν ζούμε σε ένα κράτος ηθών που επιβάλλει, απαγορεύει ή εξαναγκάζει τη δράση» και αντ' αυτού πρότεινε έναν νέο νόμο που αναγκάζει τους εργαζόμενους να επενδύουν μέρος των εισφορών αποζημίωσης απόλυσης (TFR) σε συνταξιοδοτικά ταμεία, προκειμένου να πάρουν στο τέλος της σταδιοδρομίας τους επικουρική σύνταξη. Προφανώς, το είπε χωρίς να καταλαβαίνει τη σχέση που έχει με τα αμερικανικά επενδυτικά κεφάλαια (είτε από αφέλεια είτε από καθαρή βλακεία), αφού στην πραγματικότητα το 70% θα κατέληγε να γίνει δολάρια στις ΗΠΑ.

Η χρηματιστικοποίηση μετατρέπει τις επιχειρήσεις σε χρηματιστηριακούς φορείς. Αυτό αφορά επίσης εταιρείες που παράγουν πραγματικά κέρδη, απολύουν προσωπικό και των οποίων τα τεράστια μερίσματα δεν επενδύονται, αλλά κυρίως διανέμονται στους μετόχους ή χρησιμοποιούνται για να αγοράσουν τις δικές τους μετοχές ώστε να αυξήσουν την αξία και την κεφαλαιοποίησή τους (η οποία έχει, μέχρι στιγμής, μικρή σχέση με το τι πραγματικά παράγουν και πουλάνε). Αυτό συμβαδίζει με την χρηματιστικοποίηση των τιμών: δεν είναι η αγορά (σχέση προσφοράς και ζήτησης αγαθών) που καθορίζει τις τιμές, αλλά τα πονταρίσματα (μέσω παραγώγων) των επενδυτών, που δεν έχουν σχέση ούτε με την παραγωγή ούτε με το πραγματικό εμπόριο. Οι τιμές καθορίζονται από χρηματιστηριακές εταιρείες που ελέγχουν τους τομείς της ενέργειας, των τροφίμων, των εμπορευμάτων, των φαρμακευτικών κλπ., από θέση απόλυτου μονοπωλίου ή ολιγοπωλίου (οι κύριοι μέτοχοι αυτών των εταιρειών είναι πάντα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια). Η πρόσφατη αύξηση του πληθωρισμού είναι το αποτέλεσμα της κερδοσκοπίας στις τιμές και δεν οφείλεται σε καμία περίπτωση σε αυξημένους μισθούς ή κοινωνικές δαπάνες. Ο συνδυασμός αυτών των χρηματιστικοποιήσεων που επενδύουν στη «ζωή» (αν και ο όρος είναι διφορούμενος) έχει ως αποτέλεσμα εκρηκτικές ανισότητες στο εισόδημα και πάνω απ' όλα στον πλούτο, καθώς τα κύρια θύματα είναι οι εργαζόμενοι και ολόκληρος ο πληθυσμός που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει μετοχές.

Η αποτυχία της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης και ο πόλεμος

Η επικράτηση των μονοπωλίων επικυρώνει το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και της ιδεολογίας της αγοράς, και ως εκ τούτου χρήζει κάποιων παρατηρήσεων. Μιλάμε για ιδεολογία σε σχέση με τον ανταγωνισμό, γιατί η διαδικασία της οικονομικής καθετοποίησης συνεχίστηκε αδιατάρακτη τουλάχιστον από τα τέλη του 19ου αιώνα. Και στην πραγματικότητα, εκτοξεύτηκε ακριβώς κατά τη διάρκεια του νεοφιλελευθερισμού.

Τα επενδυτικά κεφάλαια, όπως ήδη αναφέρθηκε, έχουν γίνει σήμερα απαραίτητα για την κεντρική θέση της Αμερικανικής ισχύος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο οργανισμό. Την ίδια στιγμή, αυτά τα κεφάλαια χρειάζονται τις δημοσιονομικές πολιτικές της κυβέρνησης (μη φορολόγηση του κεφαλαίου, φορολόγηση της εργασίας), τους νόμους και τις παραχωρήσεις που τους χάρισε γενναιόδωρα ο Obama (ένας μαύρος πρόεδρος, αλλά σε τέλεια συμφωνία με τον λευκό που προηγήθηκε και αυτόν που τον διαδέχθηκε) και, σε ακόμα πιο καθοριστικό βαθμό, ο Biden. Εδώ αναδύεται ένα θεωρητικό και πολιτικό πρόβλημα: το χρηματιστικό κεφάλαιο, το οποίο θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει την πιο αφηρημένη μορφή της αξίας και την τέλεια κοσμοπολίτικη μορφή του καπιταλισμού, διοικείται και οργανώνεται στη Δύση από μηχανισμούς που φέρουν τη σημαία των ΗΠΑ. Τα αμερικανικά επενδυτικά κεφάλαια ενεργούν σε συνεργασία με τις αμερικανικές διοικήσεις, επιβάλλοντας τα συμφέροντά τους εις βάρος όλου του κόσμου. Για το νόμισμα ισχύει και πάλι το ίδιο. Δεν υπάρχει κάτι σαν υπερεθνικό νόμισμα - το νόμισμα είναι πάντα εθνικό επειδή είναι στενά συνδεδεμένο, ιδιαίτερα το δολάριο, με τις πολιτικές που αποφασίζει το κράτος που το εκδίδει. Μπορούμε να πούμε ότι το νόμισμα και το χρηματιστικό κεφάλαιο αντιπροσωπεύουν την τάση κίνησης εκτός των εδαφικών ορίων του κράτους και την αδυναμία αυτό να γίνει πράξη. Η σχέση μεταξύ των ΗΠΑ και των επενδυτικών κεφαλαίων οργανώνει ένα παγκόσμιο σύστημα που είναι ευνοϊκό για λίγους Αμερικανούς και τις ολιγαρχίες.

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την εξέταση του νεοφιλελευθερισμού, αφού πολλοί πιστεύουν ότι λειτουργεί ακόμα όταν στην πραγματικότητα είναι νεκρός: πέθανε από φασισμούς, πολέμους και γενοκτονία. Το ίδιο τέλος είχε και ο περίλαμπρος προκάτοχός του, ο φιλελευθερισμός, ο οποίος υποτίθεται ότι θα απέφευγε τις μικρές ταλαιπωρίες που προκάλεσε (τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τον Ναζισμό) και αντ' αυτού κατέληξε αναγκαστικά να τις αναπαράγει. Μεγάλο μέρος αυτής της ανάλυσης οφείλεται στη θεωρία του Michel Foucault για τη βιοπολιτική, η οποία έχει ασκήσει αρνητική επιρροή στην κριτική σκέψη. Ο Foucault εξετάζει τον νεοφιλελευθερισμό ως μια θεωρία της επιχείρησης και της υποκειμενοποίησής της, μια διαδικασία κατά την οποία γινόμαστε «επιχειρηματίες του εαυτού μας». Ποτέ δεν αναφέρει, ακόμη και παρεμπιπτόντως, τους πιστωτικούς, νομισματικούς και χρηματοοικονομικούς μηχανισμούς στους οποίους στηρίχθηκε η καπιταλιστική στρατηγική από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το κύριο όργανο της αντεπανάστασης είναι το «μεγάλο χρέος του κράτους, των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων», όπως θα έλεγε ο Paul Sweezy, και όχι η παραγωγή. Η επιχείρηση είναι μια ορντοφιλελεύθερη ιδεολογία και ιδέα που ανήκει στη βιομηχανική Δύση, τη δεκαετία του 1930 και τη μεταπολεμική περίοδο - έναν κόσμο που έχει αναμφισβήτητα πεθάνει. Ο ορντοφιλελευθερισμός βλέπει την οικονομία ως μια κατάσταση που επιφέρει το θάνατο του «κυρίαρχου» όταν το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο οδηγεί στη δημιουργία του μεγάλου μονοπωλίου (του οικονομικού κυρίαρχου). Όμως στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ο οικονομικός κυρίαρχος χρειάζεται τον πολιτικό «κυρίαρχο» (το κράτος) για να συγκροτηθεί. Το κεφάλι του κυρίαρχου δεν αποκόπηκε από την οικονομία, αλλά απλώς διπλασιάστηκε, καθιστώντας το συγκεντρωτισμό της εξουσίας κεφαλαίου και κράτους μια εξαιρετικά επιτυχημένη στρατηγική.

Ο Foucault απλώς παρερμήνευσε μια εποχή, όπως και οι μαθητές του που έχουν αναπαράγει τα λάθη του δασκάλου, π.χ. κύρια ο Dardot και ο Laval. Η αγορά δεν λειτούργησε ποτέ όπως πίστευε ο Foucault και οι ορντοφιλελεύθεροι, δηλαδή στη βάση του ανταγωνισμού. Αντίθετα, η αλήθεια της αντιπροσωπεύεται από τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, το οποίο καθορίζει τις τιμές από τη σκοπιά του κερδοσκοπικού μονοπωλίου και δεν έχει σχέση με την προσφορά και τη ζήτηση πραγματικών αγαθών (πρόσφατα, η τιμή της ενέργειας έχει δεκαπλασιαστεί άσχετα με με την πραγματική της διαθεσιμότητα - το ίδιο ισχύει για τα σιτηρά κλπ.). Η υποκειμενοποίηση δεν αντιπροσωπεύεται από τον επιχειρηματία, αλλά από την απατηλή μετατροπή των ατόμων (όχι όλων, όπως είπαμε) σε χρηματοοικονομικούς παράγοντες. Για το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, ο «πληθυσμός» και ο κόσμος αποτελείται από πιστωτές, οφειλέτες και επενδυτές σε τίτλους, μετοχές και ομόλογα. Η χρηματιστικοποίηση της μεσαίας τάξης που επιδιώκεται από τη συμφωνία μεταξύ των Δημοκρατικών και των επενδυτικών κεφαλαίων είναι η τελευταία χίμαιρα που αναμένεται να εξανεμιστεί κατά την επόμενη κατάρρευση.

Ο αναπόφευκτος πόλεμος των ΗΠΑ

Σήμερα, η διαδικασία που ούτε καν αντιλήφθηκαν οι θεωρητικοί της βιοπολιτικής έχει φτάσει στο ζενίθ της. Η ανάπτυξη στη Δύση είναι αποκλειστικά χρηματοοικονομική (ενώ είναι πραγματική στον παγκόσμιο Νότο). Η παραγωγή της (το χρήμα που παράγει χρήμα, όπως η «αχλαδιά που παράγει αχλάδια» κατά το Marx) είναι ένας μύθος, μια δημιουργία άχρηστων χαρτονομισμάτων, που ωστόσο προκαλεί αληθινές συνέπειες. Τα επενδυτικά κεφάλαια ανεβάζουν τις τιμές των τίτλων των εταιρειών των οποίων τις μετοχές κατέχουν, προκειμένου να εισπράξουν μερίσματα που διανέμονται στους μετόχους. Αυτό δεν αποτελεί νέο πλούτο αλλά την ιδιοποίηση, τον σφετερισμό και τη ληστεία της αξίας που ήδη υπάρχει, και απλώς μεταφέρεται από τον υπόλοιπο κόσμο στις ΗΠΑ - από ταξική σκοπιά, θα μπορούσε να πει κανείς από την εργασία στο κερδοσκοπικό κεφάλαιο. Αν σταματούσε αυτή η «κλοπή» πλούτου που παράγεται στον υπόλοιπο κόσμο, ολόκληρο το σύστημα θα κατέρρεε.

Το πραγματικό όνομα αυτής της διαδικασίας είναι πρόσοδος. Το κύκλωμά της είναι εγγυημένο και εξασφαλισμένο από τη δολαριοποίηση, γι' αυτό οι ΗΠΑ δεν μπορούν ποτέ να δεχτούν πραγματικά έναν πολυπολικό κόσμο. Οδηγούνται σε μονοπολισμό, υποχρεωμένες να ληστέψουν τους συμμάχους τους επειδή ο παγκόσμιος Νότος δεν είναι πλέον διατεθειμένος να λειτουργήσει ως αποικία (ρόλο που ανέλαβαν πλήρως η Ευρώπη, η Ιαπωνία και η Αυστραλία). Οι ολιγαρχίες που κυβερνούν τη Δύση είναι καρποί της χρηματιστικοποίησης και λειτουργούν ακριβώς όπως η αριστοκρατία του «παλαιού καθεστώτος». Σήμερα λοιπόν, χρειαζόμαστε μια νέα νύχτα της 4ης Αυγούστου 1789, όταν καταργήθηκαν τα προνόμια της φεουδαρχικής αριστοκρατίας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε αδιέξοδο: αναγκάζονται να αυξήσουν τα επιτόκια για να προσελκύσουν κεφάλαια από το εξωτερικό, διαφορετικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα καταρρεύσει. Αλλά η ίδια αύξηση των επιτοκίων στραγγαλίζει την αμερικάνικη οικονομία. Όταν τα επιτόκια μειώνονται, όπως τώρα για προεκλογικούς λόγους (στην προεκλογική εκστρατεία μάλιστα, οι Δημοκρατικοί κατηγορήθηκαν ότι προκαλούν ασφυξία στην οικονομία), ωφελούνται μόνο οι κερδοσκόποι (πρώτα και κύρια τα επενδυτικά κεφάλαια) που ποντάρουν στην ανάπτυξή τους. Ακριβώς όπως η μεγάλη ρευστότητα που διοχετεύεται στην οικονομία από τις κεντρικές τράπεζες ποτέ δεν έφτασε στην πραγματική παραγωγή, επειδή σταμάτησε στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η μείωση αυτή των επιτοκίων δεν θα επηρεάσει την πραγματική οικονομία αλλά μόνο θα ενεργοποιήσει μέσα της την κερδοσκοπία. Οι ΗΠΑ είναι ανίκανες να βγουν από τον φαύλο κύκλο της προσόδου, οπότε ο πόλεμος είναι η μόνη λύση. Ήδη από το 2008, ήταν σαφές ότι η οικονομία των ΗΠΑ βασίζεται στην παραγωγή και διανομή οικονομικών προσόδων. Εξ’ ου και η προθυμία να συνεχίσουν και να επεκτείνουν τον πόλεμο, να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν και να νομιμοποιούν τη γενοκτονία, να φέρνουν νέους φασισμούς στην εξουσία παντού. Σύντομα θα χρειαστούν περισσότερα, όπως επιβεβαιώνεται από ένα έγγραφο που ήρθε στο αμερικανικό Κογκρέσο φέτος τον Ιούλιο (με τίτλο Επιτροπή για την Εθνική Στρατηγική Άμυνας), το οποίο αναφέρει ευθέως ότι οι ΗΠΑ πρέπει να προετοιμαστούν για τον «μεγάλο πόλεμο» εναντίον του Παγκόσμιου Νότου, στο κέντρο του οποίου βρίσκονται η Ρωσία και η Κίνα. Τα επόμενα χρόνια, κάθε τομέας της κοινωνίας θα πρέπει να κινητοποιηθεί, σύμφωνα με όσα έγιναν πριν και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να εξουδετερωθεί αυτή η απειλή για την ύπαρξή τους, που «είναι η πιο σοβαρή και δύσκολη που έχει αντιμετωπίσει το έθνος από το 1945».

Ο πρώτος στόχος όμως, είναι να μετατραπεί η βιομηχανική τους βάση (που δεν υπάρχει πλέον) σε βιομηχανία εν καιρώ πολέμου: «Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η αμυντική βιομηχανική υποδομή των ΗΠΑ (DIB) δεν είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες των Ηνωμένων Πολιτειών, των συμμάχων και των εταίρων τους σε εξοπλισμό, τεχνολογία και πυρομαχικά. Μια παρατεταμένη σύγκρουση, ειδικά σε πολλά μέρη, θα απαιτούσε πολύ μεγαλύτερη ικανότητα παραγωγής, συντήρησης και αναπλήρωσης όπλων και πυρομαχικών. Η αντιμετώπιση της έλλειψης αυτής θα απαιτήσει αυξημένες επενδύσεις, πρόσθετη δυνατότητα παραγωγής και ανάπτυξης από κοινού με τους συμμάχους και πρόσθετη ευελιξία στα συστήματα απόκτησης υλικού. Απαιτεί συνεργασία με μια βιομηχανική βάση που περιλαμβάνει όχι μόνο μεγάλες, παραδοσιακές αμυντικές βιομηχανίες αλλά και νεοεισερχόμενες, όπως και ένα ευρύ φάσμα εταιρειών που εμπλέκονται στις υπεργολαβίες, την κυβερνοασφάλεια και τις υποστηρικτικές υπηρεσίες.» [2]

Το κράτος και οι διοικήσεις του πρέπει να συντονιστούν προς την κατεύθυνση αυτού που οι συγγραφείς αποκαλούν «ενοποιημένη αποτροπή». Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην επανεκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού για την πολεμική οικονομία και αυτό, μετά τη αποδιάρθρωσή του από τη χρηματιστικοποίηση και την επακόλουθη διάλυση της βιομηχανίας. Οι διάφορες υπηρεσίες του κράτους πρέπει να συντονιστούν στην προετοιμασία για πόλεμο, «συμπεριλαμβανομένου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Οργανισμού για τη Διεθνή Ανάπτυξη των ΗΠΑ (USAID), οικονομικών οργανισμών (συμπεριλαμβανομένου του Υπουργείου Οικονομικών, Εμπορίου και Διοίκησης Μικρών Επιχειρήσεων) και όσων αφορούν την ανάπτυξη στρατηγικών για ένα κατάλληλο και καλύτερα προετοιμασμένο εργατικό δυναμικό στις ΗΠΑ, όπως τα Υπουργεία Εργασίας και Παιδείας. Όπως και στον Ψυχρό Πόλεμο, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να είναι στρατηγικά εστιασμένες στον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα με την Κίνα» [3]

Σύμφωνα με τις επιταγές της προσόδου και της ολιγαρχίας, οι μεγάλες επενδύσεις που χρειάζονται πρέπει να είναι ιδιωτικές για να πλημμυρίσουν τα μονοπώλια με δισ. δολάρια. Γίνεται ξεκάθαρος λόγος για ένα διακομματικό «κάλεσμα στα όπλα» από Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι πρέπει να εκπαιδεύσουν ένα λαό που δεν γνωρίζει τον θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχει και να τον προετοιμάσουν να αντέξει το κόστος ενός παγκοσμίου πολέμου (αναφέρεται το τεράστιο ποσοστό του ΑΕΠ που επενδύθηκε σε όπλα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου): «Ο αμερικάνικος λαός σε μεγάλο βαθμό αγνοεί τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή το κόστος (οικονομικό και άλλο) που απαιτείται για την κατάλληλη προετοιμασία. Δεν ξέρει για τη δύναμη της Κίνας και των συμμαχιών της ή για τις συνέπειες στην καθημερινή ζωή αν ξεσπάσει μια σύγκρουση. Δεν περιμένει διακοπές στην ενέργεια, το νερό ή την πρόσβασή του στα αγαθά στα οποία βασίζεται. Δεν έχει κατανοήσει το κόστος του να χάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες τη θέση της παγκόσμιας υπερδύναμης. Απαιτείται επειγόντως ένα διακομματικό «κάλεσμα στα όπλα», ώστε να μπορέσουν οι ΗΠΑ να κάνουν τώρα τις μεγάλες αλλαγές και τις σημαντικές επενδύσεις, αντί να περιμένουν το επόμενο Περλ Χάρμπορ ή 11η Σεπτεμβρίου. Η υποστήριξη και η αποφασιστικότητα του Αμερικανικού λαού είναι απαραίτητες.» [4]

Όπως θα έλεγε ο Ernst Jünger, ετοιμάζονται για «ολική κινητοποίηση». Ωστόσο, έχουν ένα μικρό πρόβλημα, γιατί η οικονομία και ο πλούτος είναι για τους λίγους, ενώ οι πολλοί έχουν εξαθλιωθεί, περιθωριοποιηθεί, επισφαλειοποιηθεί και στη συνέχεια κατηγορηθεί, σαν να έπρεπε να θεωρούνται υπεύθυνοι για την κατάστασή τους. Τώρα, φαίνεται να συνειδητοποιούν ότι χρειάζονται τους πολλούς, ότι χρειάζεται ένα «δυνατό και προετοιμασμένο» εργατικό δυναμικό για να υπερασπιστεί το έθνος και το εθνικό ιδεώδες - την οικονομία και την περιουσία των λίγων. Με μια χώρα τόσο διαιρεμένη όσο ποτέ, δεν μπορούμε παρά να ευχηθούμε καλή τύχη στις ολιγαρχίες που προωθούν την ολική κινητοποίηση για τον πόλεμο που θέλουν να διεξάγουν ενάντια στα 3/4 της ανθρωπότητας και τον οποίο θα χάσουν σίγουρα όπως χάνουν στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη. Είναι μόνο θέμα χρόνου.


Σημειώσεις

[1] Luca Celada, “USA al bivio #12: lo scontro si fa più feroce”, Dinamo Press, 18 Σεπτ. 2024
[2] Commission on the National Defense Strategy
[3] ό.π.
[4] ό.π.