Look Skywalker - ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑΙ ΑΓΓΕΛΙΑΙ


 
“Δε φτάνει που τους δίνουμε και δουλειές”. Έφυγα βιαστικά με ελαφρώς σφιγμένα τα δόντια. Ένας πιθανός τσακωμός με τον ξερακιανό ιδιοκτήτη του καταστήματος σιδερικών δεν ήταν μέρος της αποστολής μου. Λίγα λεπτά πριν, είχα επισκεφτεί το απεριποίητο μαγαζί του σε μια προσπάθεια να καταλάβω πού βρίσκομαι. Το ψιλόλιγνο σκιάχτρο μου ζήτησε συγγνώμη που με πέρασε για ξένο, είπα “κανένα πρόβλημα, εγώ ο ίδιος δε θα πόνταρα ότι είμαι μεσογειακός τύπος”, χαμογέλασε, κατέθεσε ότι “έχουμε γεμίσει αλλοδαπούς” και πως “έτσι ήταν παλιά οι Έλληνες, ανοιχτόχρωμοι”, συνέχισα το διαλεκτικό τέννις απαντώντας ότι “εντάξει, δεν είναι έτσι”, για να καρφώσει πανηγυρικά με την άποψη που με έκανε να αποχωρήσω από τα κορτ.

Ακολουθώντας τη διαδρομή που πρόλαβε να μου περιγράψει πριν βουτήξει στα άδυτα της ανθρωπολογικής σκέψης, έφτασα στο σημείο X του χάρτη που πρόχειρα είχα σκαρώσει. Ήμουν σε ένα ξέφωτο περιτριγυρισμένο από παρόμοια σπίτια, όλα ένα επίπεδο ψηλότερα - μια urban κοιλάδα με τη θέση του ποταμού να έχει πάρει στον πίνακα καπιταλιστικού ρεαλισμού ένα πρώην ρέμα. Το σκηνικό εγκατάλειψης, ραμμένο από σκουριασμένες μοτοσυκλέτες, πεταμένα λάστιχα και σκόρπια οικοδομικά υλικά, μου χάρισε το απαραίτητο καθημερινό οπτικό ηλεκτροσόκ. “Έι ξανθεεεεέ”, “εδώ πάνωωωωω”, ήχησε στην αραιοκατοικημένη γειτονιά η φωνή του άντρα που θα συναντούσα. Κοντοστάθηκα για να ακούσω τον αντίλαλο πριν κινηθώ νωχελικά προς την ηχητική πηγή.

Είχε περάσει καιρός από τότε που σταμάτησα να εργάζομαι στο τηλεφωνικό κέντρο. Η ιντερνετική εφημερίδα εύρεσης εργασίας και απώλειας χρόνου μού είχε παρουσιάσει άλλη μια ευκαιρία ζωής: “ζητείται νέος με βασικές γνώσεις γραφιστικής”. Ξεκίνησα από τη μια μεριά της πόλης, για να μεταφερθώ στην απέναντι μετά από 28 στάσεις του λεωφορείου και άλλες τόσες του κορμιού μου στην προσπάθειά του να βρει θέση μέσα στο παζλ των κολλημένων ανθρώπων. Οι δυτικές συνοικίες είχαν σε σχέση με την ανατολική πλευρά μια πιο εργατική ατμόσφαιρα, η οποία σε γέμιζε ταυτόχρονα ζωντάνια και θλίψη.

Μερικές σκέψεις μετά το βροντόφωνο κάλεσμα, βρισκόμουνα πίσω από μια σιδερένια καγκελόπορτα, στο ρετιρέ ενός τριώροφου οικοδομήματος. Το σκηνικό του φρουρίου συμπληρωνόταν από μια ακόμα πόρτα ασφαλείας σε μικρή απόσταση από την πρώτη. Στο ενδιάμεσο κενό που δημιουργούσαν φαντάστηκα κροκόδειλους να πλατσουρίζουν και να ξερογλείφονται ενώ προστατεύουν το λημέρι του φωτογράφου από κάθε κίνδυνο, αλλά αποφάσισα να συγκεντρωθώ. “Κάποιο μυστήριο του παρελθόντος” σκέφτηκα περνώντας την πρώτη ζώνη άμυνας, στο δρόμο προς τον αρχηγό. Έκανα μια περίτεχνη ντρίμπλα στο κατοικίδιο του σπιτιού, το οποίο σερνόταν σαν να ανέμενε υπομονετικά τη λύτρωση, για να βρεθώ στο παλάτι της μελλοντικής εργασίας μου.

Ο χώρος είχε δημιουργηθεί ανακατεύοντας άτσαλα ένα πρότυπο δωμάτιο ΙΚΕΑ, ένα κακόγουστο studio φωτογραφίσεων, τον προθάλαμο κάποιου καθωσπρέπει οίκου ανοχής και το τμήμα παρακολουθήσεων της Ασφάλειας. Ήταν ένα φτηνό μπουντουάρ χτισμένο στο κέντρο ενός τεχνολογικού πάρκου. Ήθελα να περιεργαστώ νοητικά αυτό το ναό του interior design, να χαθώ μέσα στον ηλεκτρονικό σαδομαζοχισμό του, να θυμηθώ εκείνες τις soft porn ταινίες στις οποίες τα σκηνικά σου γεννούν πάντα μια εύλογη απορία: “πρόκειται για συνειδητό μινιμαλισμό, για χαμηλό budget, ή μήπως η ευτέλεια των μέσων παράγει αυτή την ιδιότυπη αισθητική κατ' αντιστοιχία με τις κακής ποιότητας ηχογραφήσεις που δημιουργούν την αίσθηση του ζωντανού ήχου;”.

Όλη αυτή η πανδαισία εντυπώθηκε στο μυαλό μου ακαριαία. Στην πραγματικότητα δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτα πριν τα αυτιά μου δεχτούν τις επώδυνες συχνότητες της αγριοφωνάρας και η αξιοπρέπειά μου το πρώτο της χτύπημα. “Που είσαι ρε, γιατί άργησες;”, μούγκρισε μια απροσδιόριστης ηλικίας φιγούρα από την άκρη του δωματίου, ανάμεσα από κάμερες, φωτογραφικές ομπρέλες, ερωτικά μπιμπελό, gossip περιοδικά και οθόνες. Μου έδωσε την εντύπωση ότι κάπνιζε ένα πακέτο άφιλτρα ο ίδιος και ένα οι φωνητικές του χορδές ή ότι άκουγα ένα λιοντάρι που μιλούσε μέσα από vocoder σε μια ενδιαφέρουσα εκδοχή ενός διαπλασματικού industrial συγκροτήματος. Πριν προλάβω να εξηγήσω ότι η περιοχή δεν ήταν η παλάμη μου και να ζητήσω άφεση που χάθηκα, μου χάρισε μια δεύτερη λεκτική καρπαζιά: “Κάτσε τώρα εκεί με το σκύλο και περίμενε”.

Βυθισμένος στο γυαλιστερό κόκκινο καναπέ, προσπάθησα να εκμεταλλευτώ τις φυσικές ιδιότητες του μακρόστενου καθρέφτη που φιλοξενούσε την ηττημένη φάτσα μου για να παρατηρήσω καλύτερα αυτή την ευγενική προσωπικότητα. Το οπτικό μου πεδίο αποδείχτηκε αρχικά ανάξιο της περίστασης, μέχρι που μου αποκάλυψε το τέταρτο ον που βρισκόταν στο χώρο. Η κυρία Ιρίνα έμελλε να είναι συνεπιβάτρια σε ένα όμορφο ταξίδι με προορισμό το επαγγελματικό αδιέξοδο, αν και περίμενε την πρόσκρουση από εμφανώς χειρότερη θέση. “Θα μου πλένεις, θα μου σιδερώνεις, θα μου καθαρίζεις, όσο πάρει, 8, 10, 12 ώρες, με προσοχή μη χαλάσει κάτι εδώ και έχουμε ιστορίες. Και μη φοβάσαι, αν κουραστείς ή αρρωστήσεις θα σε πάω εγώ στους καλύτερους γιατρούς” βρυχήθηκε ο μεσήλικας ευεργέτης, δείχνοντας ότι διάολε, δεν χρειάζονται και τόσες πολλές υποσχέσεις για να μειώσουν την εμπιστοσύνη. Και μεμιάς, ανάμεσα στην υφέρπουσα αναγούλα και το περίμενε, μου παρουσίασε το ακριβές αντικείμενο της ηλεκτρονικής αγγελίας:

“Άκούς εσύ; Όλα πεντακάθαρα θα είναι εδώ μέσα, όπως οι μασχάλες όταν θα τις αποτριχώνεις στο Photoshop”.